Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erisipelatóso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [erizipelaˈtoso], [erizipelaˈtozo]

ερυσιπιλατώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erisipela eristica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erigere (ρ. μτβ.)
erigersi (ρ.μ. (αντων.))
erioforo (ουσ αρσ )
eriometro (ουσ αρσ )
erisipela (θηλ.ουσ)
erisipelatoso (αρσ. επίθ και ουσ)
eristica (θηλ.ουσ)
eristico (αρσ. επίθ και ουσ)
eritema (ουσ αρσ )
eritematoso (επίθ.)
eritremia (θηλ.ουσ)
eritroblasto (ουσ αρσ )
eritrocito (ουσ αρσ )
eritrocitosi (θηλ.ουσ)
eritromicina (θηλ.ουσ)
eritrosi (θηλ.ουσ)
erma (θηλ.ουσ)
ermafroditismo (ουσ αρσ )
ermafrodito (αρσ. επίθ και ουσ)
ermellinato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---