Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erìgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈriʤere]

1 υψώνω
2 οικοδομώ
3 χτίζω
4 στήνω
5 ανορθώνω
6 αναστηλώνω
7 ανεγείρω
8 εγείρω
9 καθιδρύω
10 δημιουργώ
11 εγκαθιστώ
12 συμπηγνύω
13 ενιδρύω
14 συνιστώ
15 συγκροτώ
16 ανασηκώνω
17 θεμελιώνω
18 ιδρύω

erigersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [eˈriʤersi]

1 εγκαθίσταμαι
2 δημιουργούμαι
3 συγκροτούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erigendo erioforo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ergoterapia (θηλ.ουσ)
ergotina (θηλ.ουσ)
ergotismo (ουσ αρσ )
erica (θηλ.ουσ)
erigendo (επίθ.)
erigere (ρ. μτβ.)
erigersi (ρ.μ. (αντων.))
erioforo (ουσ αρσ )
eriometro (ουσ αρσ )
erisipela (θηλ.ουσ)
erisipelatoso (αρσ. επίθ και ουσ)
eristica (θηλ.ουσ)
eristico (αρσ. επίθ και ουσ)
eritema (ουσ αρσ )
eritematoso (επίθ.)
eritremia (θηλ.ουσ)
eritroblasto (ουσ αρσ )
eritrocito (ουσ αρσ )
eritrocitosi (θηλ.ουσ)
eritromicina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---