Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόergotìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ergoˈtizmo] χρόνια ή οξεία δηλητηρίαση από χρήση χόρτων που έχουν ερυσίβη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |