Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ergotìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ergoˈtizmo]

χρόνια ή οξεία δηλητηρίαση από χρήση χόρτων που έχουν ερυσίβη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ergotina erica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ergonomico (επίθ.)
ergonomo (ουσ αρσ )
ergosterolo (ουσ αρσ )
ergoterapia (θηλ.ουσ)
ergotina (θηλ.ουσ)
ergotismo (ουσ αρσ )
erica (θηλ.ουσ)
erigendo (επίθ.)
erigere (ρ. μτβ.)
erigersi (ρ.μ. (αντων.))
erioforo (ουσ αρσ )
eriometro (ουσ αρσ )
erisipela (θηλ.ουσ)
erisipelatoso (αρσ. επίθ και ουσ)
eristica (θηλ.ουσ)
eristico (αρσ. επίθ και ουσ)
eritema (ουσ αρσ )
eritematoso (επίθ.)
eritremia (θηλ.ουσ)
eritroblasto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---