Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eritrocìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eritroˈʧito]

1 αιμοσφαίριο ερυθρό
2 ερυθροκύτταρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eritroblasto eritrocitosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eristico (αρσ. επίθ και ουσ)
eritema (ουσ αρσ )
eritematoso (επίθ.)
eritremia (θηλ.ουσ)
eritroblasto (ουσ αρσ )
eritrocito (ουσ αρσ )
eritrocitosi (θηλ.ουσ)
eritromicina (θηλ.ουσ)
eritrosi (θηλ.ουσ)
erma (θηλ.ουσ)
ermafroditismo (ουσ αρσ )
ermafrodito (αρσ. επίθ και ουσ)
ermellinato (επίθ.)
ermellino (ουσ αρσ )
ermeneuta (ουσ αρσ και θηλ.)
ermeneutica (θηλ.ουσ)
ermeneutico (επίθ.)
Ermes (κύρ.όν. αρσ.)
Ermete (κύρ.όν. αρσ.)
ermeticamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---