Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeritrocìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eritroˈʧito] 1 αιμοσφαίριο ερυθρό 2 ερυθροκύτταρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |