Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόermellìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ermelˈlino] 1 ερμίνα 2 ερμίνα mustela erminea permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |