Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόermafrodìto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ermafroˈdito] 1 αντιφατικός 2 ερμαφρόδιτος 3 αρσενικοθήλυκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |