Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ermafrodìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ermafroˈdito]

1 αντιφατικός
2 ερμαφρόδιτος
3 αρσενικοθήλυκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ermafroditismo ermellinato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eritrocitosi (θηλ.ουσ)
eritromicina (θηλ.ουσ)
eritrosi (θηλ.ουσ)
erma (θηλ.ουσ)
ermafroditismo (ουσ αρσ )
ermafrodito (αρσ. επίθ και ουσ)
ermellinato (επίθ.)
ermellino (ουσ αρσ )
ermeneuta (ουσ αρσ και θηλ.)
ermeneutica (θηλ.ουσ)
ermeneutico (επίθ.)
Ermes (κύρ.όν. αρσ.)
Ermete (κύρ.όν. αρσ.)
ermeticamente (επίρ.)
ermeticità (θηλ.ουσ)
ermetico (αρσ. επίθ και ουσ)
ermetismo (ουσ αρσ )
ermo (επίθ.)
ernia (θηλ.ουσ)
erniario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---