Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόèrgo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛrgo] 1 άρα 2 όθεν 3 επομένως 4 ώδε 5 ως εκ τούτου 6 ακολούθως 7 συνεπώς 8 ώστε permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |