Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ergàstolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [erˈgastolo]

η ισόβια κάθειρξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ergastolano ergere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eretto (επίθ.)
erettore (επίθ.)
erezione (θηλ.ουσ)
erg (ουσ αρσ )
ergastolano (ουσ αρσ )
ergastolo (ουσ αρσ )
ergere (ρ. μτβ.)
ergersi (ρ. μ. αμτβ.)
ergo (ουσ αρσ )
ergografo (ουσ αρσ )
ergometro (ουσ αρσ )
ergonomia (θηλ.ουσ)
ergonomico (επίθ.)
ergonomo (ουσ αρσ )
ergosterolo (ουσ αρσ )
ergoterapia (θηλ.ουσ)
ergotina (θηλ.ουσ)
ergotismo (ουσ αρσ )
erica (θηλ.ουσ)
erigendo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---