Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈrɛtto]

1 ανυψωμένος
2 σηκωμένος
3 στητός
4 όρθιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erettile erettore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ereticale (επίθ.)
eretico (αρσ. επίθ και ουσ)
eretismo (ουσ αρσ )
eretistico (επίθ.)
erettile (επίθ.)
eretto (επίθ.)
erettore (επίθ.)
erezione (θηλ.ουσ)
erg (ουσ αρσ )
ergastolano (ουσ αρσ )
ergastolo (ουσ αρσ )
ergere (ρ. μτβ.)
ergersi (ρ. μ. αμτβ.)
ergo (ουσ αρσ )
ergografo (ουσ αρσ )
ergometro (ουσ αρσ )
ergonomia (θηλ.ουσ)
ergonomico (επίθ.)
ergonomo (ουσ αρσ )
ergosterolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---