Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόerezióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [eretˈtsjone] 1 καύλωμα 2 χτίσιμο 3 στύση 4 οικοδόμηση 5 σήκωμα 6 ίδρυση 7 ανέγερση 8 ανύψωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |