Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èrgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛrʤere]

1 ανεγείρω
2 οικοδομώ
3 πυργώνω
4 ανυψώνω
5 υψώνω
6 ανεβάζω
7 ανασηκώνω
8 εγείρω
9 ανορθώνω
10 σηκώνω
11 αναγέρνω
12 ιδρύω

èrgersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛrʤersi]

1 ανεγείρομαι
2 ανορθώνομαι
3 ανασηκώνομαι
4 ανεβαίνω
5 σηκώνομαι
6 εγείρομαι
7 ανυψώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ergastolo ergo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erettore (επίθ.)
erezione (θηλ.ουσ)
erg (ουσ αρσ )
ergastolano (ουσ αρσ )
ergastolo (ουσ αρσ )
ergere (ρ. μτβ.)
ergersi (ρ. μ. αμτβ.)
ergo (ουσ αρσ )
ergografo (ουσ αρσ )
ergometro (ουσ αρσ )
ergonomia (θηλ.ουσ)
ergonomico (επίθ.)
ergonomo (ουσ αρσ )
ergosterolo (ουσ αρσ )
ergoterapia (θηλ.ουσ)
ergotina (θηλ.ουσ)
ergotismo (ουσ αρσ )
erica (θηλ.ουσ)
erigendo (επίθ.)
erigere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---