Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasvolàre (ρ. μτβ.) trattóre (ουσ αρσ )
trasvolàta (θηλ.ουσ) trattorìa (θηλ.ουσ)
trasvolatóre (ουσ αρσ ) trattorìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
tràtta (θηλ.ουσ) trattrìce (θηλ.ουσ)
trattàbile (επίθ.) trattùro (ουσ αρσ )
trattabilità (θηλ.ουσ) tràuma (ουσ αρσ )
trattaménto (ουσ αρσ ) traumàtico (επίθ.)
trattàre (ρ.αμτβ.) traumatizzàre (ρ. μτβ.)
trattàre (ρ. μτβ.) traumatizzàto (ουσ αρσ )
trattarsi (ρ.μ. (αντων.)) traumatizzàto (επίθ.)
trattàrio (αρσ. επίθ και ουσ) traumatologìa (θηλ.ουσ)
trattatìsta (ουσ αρσ και θηλ.) traumatológico (ουσ αρσ )
trattatìva (θηλ.ουσ) traumatológico (επίθ.)
trattàto (ουσ αρσ ) traumatòlogo (ουσ αρσ )
trattazióne (θηλ.ουσ) travagliàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tratteggiàre (ρ. μτβ.) travagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
tratteggiàto (αρσ. επίθ και ουσ) travagliàto (επίθ.)
trattéggio (ουσ αρσ ) travàglio (ουσ αρσ )
trattenére (ρ. μτβ.) travalicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trattenersi (ρ.μ. (αντων.)) travasaménto (ουσ αρσ )
tratteniménto (ουσ αρσ ) travasàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trattenùta (θηλ.ουσ) travasarsi (ρ.μ. (αντων.))
trattìno (ουσ αρσ ) travasatrìce (θηλ.ουσ)
tràtto (ουσ αρσ ) travàso (ουσ αρσ )
tràtto (επίθ.) travàta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: