Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unànime (επίθ.) ùnghia (θηλ.ουσ)
unanimeménte (επίρ.) unghiàta (θηλ.ουσ)
unanimìsmo (ουσ αρσ ) unghiàto (επίθ.)
unanimità (θηλ.ουσ) unghiatùra (θηλ.ουσ)
unciàle (θηλ. επίθ και ουσ) unghièlla (θηλ.ουσ)
uncinàre (ρ. μτβ.) unghiòlo (ουσ αρσ )
uncinàto (επίθ.) unghióne (ουσ αρσ )
uncinétto (ουσ αρσ ) unghiùto (επίθ.)
uncìno (ουσ αρσ ) ungitore (ουσ αρσ )
undècimo (ουσ αρσ ) ungitùra (θηλ.ουσ)
undècimo (επίθ.) ungueàle (επίθ.)
undicènne (ουσ αρσ ) unguènto (ουσ αρσ )
undicènne (θηλ.ουσ) ùngula (θηλ.ουσ)
undicènne (επίθ.) ungulàto (ουσ αρσ )
undicèsimo, undicésimo (ουσ αρσ ) ungulàto (επίθ.)
undicèsimo, undicésimo (επίθ.) unicaménte (επίρ.)
ùndici (αρσ. επίθ και ουσ) unicameràle (επίθ.)
ungàrico (επίθ.) unicameralìsmo (ουσ αρσ )
ùngaro (ουσ αρσ ) unicellulàre (επίθ.)
ùngaro (επίθ.) unicità (θηλ.ουσ)
ùngere (ρ. μτβ.) ùnico (ουσ αρσ )
ungersi (ρ.μ. (αντων.)) ùnico (επίθ.)
ungherése (ουσ αρσ και θηλ.) unicòrno (ουσ αρσ )
ungherése (επίθ.) unicòrno (επίθ.)
Ungherìa (θηλ.ουσ) ùnicum (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: