Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tumoràle (επίθ.) tuppè (ουσ αρσ )
tumóre (ουσ αρσ ) tùra (θηλ.ουσ)
tumulàre (ρ. μτβ.) turabottìglie (ουσ αρσ )
tumulazióne (θηλ.ουσ) turabùchi (ουσ αρσ και θηλ.)
tùmulo (ουσ αρσ ) turàcciolo (ουσ αρσ )
tumùlto (ουσ αρσ ) turapòri (ουσ αρσ )
tumultuànte (ουσ αρσ και θηλ.) turàre (ρ. μτβ.)
tumultuànte (επίθ.) turarsi (ρ.μ. (αντων.))
tumultuàre (ρ.αμτβ.) tùrba (θηλ.ουσ)
tumultuosaménte (επίρ.) turbaménto (ουσ αρσ )
tumultuóso (επίθ.) turbànte (ουσ αρσ )
tùndra (θηλ.ουσ) turbàre (ρ. μτβ.)
tungstenite (θηλ.ουσ) turbarsi (ρ.μ. (αντων.))
tungstèno (ουσ αρσ ) turbatìva (θηλ.ουσ)
tùnica (θηλ.ουσ) turbàto (επίθ.)
tunicàto (αρσ. επίθ και ουσ) turbatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
Tùnisi (κύρ.όν. θηλ.) turbellàri (ουσ αρσ πληθ.)
tunisìno (ουσ αρσ ) turbidimetrìa (θηλ.ουσ)
tunisìno (επίθ.) turbidimètrico (επίθ.)
tùnnel (ουσ αρσ ) turbìna (θηλ.ουσ)
tùo (επίθ.) turbinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tùo (αντων.) turbinàto (ουσ αρσ )
tuòno (ουσ αρσ ) tùrbine (ουσ αρσ )
tuòrlo (ουσ αρσ ) turbinìo (ουσ αρσ )
tupamaro (ουσ αρσ ) turbinóso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: