Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propedèutica (θηλ.ουσ) pròpoli (ουσ αρσ και θηλ.)
propedéutico (επίθ.) proponènte (ουσ αρσ )
propellènte (ουσ αρσ ) proponènte (επίθ.)
propellènte (επίθ.) proponìbile (επίθ.)
propèndere (ρ.αμτβ.) proponiménto (ουσ αρσ )
propensióne (θηλ.ουσ) proporsi (ρ.μ. (αντων.))
propènso (αρσ. επίθ και ουσ) propórre (ρ. μτβ.)
properispòmeno (αρσ. επίθ και ουσ) proporzionàle (επίθ.)
propìle (ουσ αρσ ) proporzionalità (θηλ.ουσ)
propilène (ουσ αρσ ) proporzionalménte (επίρ.)
propilèo (ουσ αρσ ) proporzionàre (ρ. μτβ.)
propìlico (επίθ.) proporzionàto (αρσ. επίθ και ουσ)
propìna (θηλ.ουσ) proporzióne (θηλ.ουσ)
propinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) propòsito (ουσ αρσ )
propinatore (ουσ αρσ ) proposizióne (θηλ.ουσ)
propìnquo (αρσ. επίθ και ουσ) propósta (θηλ.ουσ)
propiònico (επίθ.) proprefètto (ουσ αρσ )
propiziaménte (επίρ.) propretóre (ουσ αρσ )
propiziàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) propriaménte (επίρ.)
propiziarsi (ρ.μ. (αντων.)) proprietà (θηλ.ουσ)
propiziatóre (ουσ αρσ ) proprietària (θηλ.ουσ)
propiziatóre (επίθ.) proprietàrio (ουσ αρσ )
propiziatòrio (αρσ. επίθ και ουσ) pròprio (επίθ.)
propiziazióne (θηλ.ουσ) propriocettìvo (επίθ.)
propìzio (επίθ.) propriocettóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: