Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

primièro (ουσ αρσ ) principésco (επίθ.)
primièro (επίθ.) principéssa (θηλ.ουσ)
primigènio (επίθ.) principiànte (ουσ αρσ )
primìpara (θηλ.ουσ) principiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
primitivaménte (επίρ.) princìpio (ουσ αρσ )
primitivìsmo (ουσ αρσ ) princisbécco (ουσ αρσ )
primitività (θηλ.ουσ) prióra (θηλ.ουσ)
primitìvo (ουσ αρσ ) prioràle (επίθ.)
primitìvo (επίθ.) prioràto (ουσ αρσ )
primìzia (θηλ.ουσ) prióre (ουσ αρσ )
prìmo (ουσ αρσ ) priorìa (θηλ.ουσ)
prìmo (επίθ.) priorità (θηλ.ουσ)
primogènito (αρσ. επίθ και ουσ) prioritàrio (επίθ.)
primogenitóre (ουσ αρσ ) prìsco (επίθ.)
primogenitùra (θηλ.ουσ) prìsma (ουσ αρσ )
primordiàle (επίθ.) prismàtico (επίθ.)
primòrdio (ουσ αρσ ) prismatòide (επίθ.)
prìmula (θηλ.ουσ) prìstino (επίθ.)
primulàcee (θηλ. ουσ πληθ.) pritanèo (ουσ αρσ )
principàle (ουσ αρσ ) privàre (ρ. μτβ.)
principàle (επίθ.) privataménte (επίρ.)
principalménte (επίρ.) privatézza (θηλ.ουσ)
principàto (ουσ αρσ ) privatìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prìncipe (αρσ. επίθ και ουσ) privatìstico (επίθ.)
principescaménte (επίρ.) privatìva (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: