Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pessàrio (ουσ αρσ ) pètalo (ουσ αρσ )
pessimaménte (επίρ.) petaloide (επίθ.)
pessimìsmo (ουσ αρσ ) petàrdo (ουσ αρσ )
pessimìsta (ουσ αρσ και θηλ.) pètaso (ουσ αρσ )
pessimìsta (επίθ.) petecchiàle (επίθ.)
pessimìstico (επίθ.) petizióne (θηλ.ουσ)
pèssimo (επίθ.) péto (ουσ αρσ )
pésta (θηλ.ουσ) petonciàno (ουσ αρσ )
pestàggio (ουσ αρσ ) Petràrca (κύρ.όν. αρσ.)
pestàre (ρ. μτβ.) petrarcheggiàre (ρ.αμτβ.)
pestarsi (ρ.μ. (αντων.)) petrarchésco (επίθ.)
pestàta (θηλ.ουσ) petrarchìsmo (ουσ αρσ )
pestatùra (θηλ.ουσ) petrarchìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pèste (θηλ.ουσ) petrodòllaro (ουσ αρσ )
pestellata (θηλ.ουσ) petrodollari (ουσ αρσ πληθ.)
pestèllo (ουσ αρσ ) petrogènesi (θηλ.ουσ)
pesticciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) petròglifo (ουσ αρσ )
pesticìda (αρσ. επίθ και ουσ) petrografìa (θηλ.ουσ)
pestìfero (επίθ.) petrògrafo (ουσ αρσ )
pestilènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) petrolàto (ουσ αρσ )
pestilènza (θηλ.ουσ) petrolchìmica (θηλ.ουσ)
pestilenziàle (επίθ.) petrolchìmico (ουσ αρσ )
pésto (ουσ αρσ ) petrolchìmico (επίθ.)
pésto (επίθ.) petrolièra (θηλ.ουσ)
pestóne (ουσ αρσ ) petrolière (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: