Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peccabilità (θηλ.ουσ) pecorìle (ουσ αρσ )
peccaminosaménte (επίρ.) pecorìle (επίθ.)
peccaminosità (θηλ.ουσ) pecorìno (ουσ αρσ )
peccaminóso (επίθ.) pecorìno (επίθ.)
peccàre (ρ.αμτβ.) pecoróne (ουσ αρσ )
peccàto (ουσ αρσ ) pecorùme (ουσ αρσ )
peccatóre (αρσ. επίθ και ουσ) pèctico (επίθ.)
pécchia (θηλ.ουσ) pectìna (θηλ.ουσ)
pecchióne (ουσ αρσ ) peculàto (ουσ αρσ )
péce (θηλ.ουσ) peculiàre (επίθ.)
pecétta (θηλ.ουσ) peculiarità (θηλ.ουσ)
pechblènda (θηλ.ουσ) pecùlio (ουσ αρσ )
pechinése (ουσ αρσ και θηλ.) pecùnia (θηλ.ουσ)
pechinése (επίθ.) pecuniàrio (επίθ.)
pechìno (ουσ αρσ ) pedàggio (ουσ αρσ )
pechinologia (θηλ.ουσ) pedàgna (θηλ.ουσ)
pechinologo (ουσ αρσ ) pedagogìa (θηλ.ουσ)
pecióso (επίθ.) pedagògico (επίθ.)
pècora (θηλ.ουσ) pedagogìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
pecoràggine (θηλ.ουσ) pedagogizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pecoràia (θηλ.ουσ) pedagògo (ουσ αρσ )
pecoràio (αρσ. επίθ και ουσ) pedalàbile (επίθ.)
pecoràme (ουσ αρσ ) pedalàre (ρ.αμτβ.)
pecorèlla (θηλ.ουσ) pedalàta (θηλ.ουσ)
pecorésco (επίθ.) pedalatóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: