Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neoscolàstica (θηλ.ουσ) nerbàre (ρ. μτβ.)
neoscolàstico (αρσ. επίθ και ουσ) nerbàta (θηλ.ουσ)
neotèrico (αρσ. επίθ και ουσ) nèrbo (ουσ αρσ )
neoterìsmo (ουσ αρσ ) nerborùto (επίθ.)
neotestamentàrio (επίθ.) nereggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
neotomìsmo (ουσ αρσ ) nerèide (θηλ.ουσ)
neotomìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) nerétto (αρσ. επίθ και ουσ)
neotomìstico (επίθ.) nerézza (θηλ.ουσ)
neozelandése (ουσ αρσ και θηλ.) nerìccio (αρσ. επίθ και ουσ)
neozelandése (επίθ.) néro (ουσ αρσ )
neozòico (ουσ αρσ ) néro (επίθ.)
neozòico (επίθ.) nerofùmo (αρσ. επίθ και ουσ)
nèpa (θηλ.ουσ) nerógnolo, nerògnolo (αρσ. επίθ και ουσ)
Nepal (ουσ αρσ ) nèroli, nerolì (ουσ αρσ )
nepalése (ουσ αρσ και θηλ.) neróne (ουσ αρσ )
nepalése (επίθ.) neroniàno (επίθ.)
nepènte (ουσ αρσ και θηλ.) nerùme (ουσ αρσ )
nepitèlla (θηλ.ουσ) nervatùra (θηλ.ουσ)
nepotìsmo (ουσ αρσ ) nervìno (επίθ.)
nepotìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) nèrvo (ουσ αρσ )
nepotìstico (επίθ.) nervosìsmo (ουσ αρσ )
neppùre (επίρ.) nervosità (θηλ.ουσ)
nequìzia (θηλ.ουσ) nervóso (ουσ αρσ )
neràstro (αρσ. επίθ και ουσ) nervóso (επίθ.)
nerazzùrro (επίθ.) nèspola (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: