Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόneozòico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [neodˈdzɔjko] νεοζωική περίοδος neozòico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [neodˈdzɔjko] νεοζωικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |