Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neozòico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neodˈdzɔjko]

νεοζωική περίοδος

neozòico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [neodˈdzɔjko]

νεοζωικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neozelandese nepa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neotomismo (ουσ αρσ )
neotomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neotomistico (επίθ.)
neozelandese (ουσ αρσ και θηλ.)
neozelandese (επίθ.)
neozoico (ουσ αρσ )
neozoico (επίθ.)
nepa (θηλ.ουσ)
Nepal (ουσ αρσ )
nepalese (ουσ αρσ και θηλ.)
nepalese (επίθ.)
nepente (ουσ αρσ και θηλ.)
nepitella (θηλ.ουσ)
nepotismo (ουσ αρσ )
nepotista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nepotistico (επίθ.)
neppure (επίρ.)
nequizia (θηλ.ουσ)
nerastro (αρσ. επίθ και ουσ)
nerazzurro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---