Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neozelandése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,nɛoddzelanˈdese], [,nɛoddzelanˈdeze]

ο Νεοζηλανδός (-ή)

neozelandése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,nɛoddzelanˈdese], [,nɛoddzelanˈdeze]

νεοζηλανδικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neotomistico neozoico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neoterismo (ουσ αρσ )
neotestamentario (επίθ.)
neotomismo (ουσ αρσ )
neotomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neotomistico (επίθ.)
neozelandese (ουσ αρσ και θηλ.)
neozelandese (επίθ.)
neozoico (ουσ αρσ )
neozoico (επίθ.)
nepa (θηλ.ουσ)
Nepal (ουσ αρσ )
nepalese (ουσ αρσ και θηλ.)
nepalese (επίθ.)
nepente (ουσ αρσ και θηλ.)
nepitella (θηλ.ουσ)
nepotismo (ουσ αρσ )
nepotista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nepotistico (επίθ.)
neppure (επίρ.)
nequizia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---