Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nepalése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nepaˈlese], [nepaˈleze]

κάτοικος του Νεπάλ

nepalése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [nepaˈlese], [nepaˈleze]

ο του Νεπάλ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Nepal nepente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neozelandese (επίθ.)
neozoico (ουσ αρσ )
neozoico (επίθ.)
nepa (θηλ.ουσ)
Nepal (ουσ αρσ )
nepalese (ουσ αρσ και θηλ.)
nepalese (επίθ.)
nepente (ουσ αρσ και θηλ.)
nepitella (θηλ.ουσ)
nepotismo (ουσ αρσ )
nepotista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nepotistico (επίθ.)
neppure (επίρ.)
nequizia (θηλ.ουσ)
nerastro (αρσ. επίθ και ουσ)
nerazzurro (επίθ.)
nerbare (ρ. μτβ.)
nerbata (θηλ.ουσ)
nerbo (ουσ αρσ )
nerboruto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---