Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neoscolàstico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,nɛoskoˈlastiko]

1 νεοσχολαστικός
2 νεοακαδημαὶκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neoscolastica neoterico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

neoprene (ουσ αρσ )
neorealismo (ουσ αρσ )
neorealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neorealistico (επίθ.)
neoscolastica (θηλ.ουσ)
neoscolastico (αρσ. επίθ και ουσ)
neoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
neoterismo (ουσ αρσ )
neotestamentario (επίθ.)
neotomismo (ουσ αρσ )
neotomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
neotomistico (επίθ.)
neozelandese (ουσ αρσ και θηλ.)
neozelandese (επίθ.)
neozoico (ουσ αρσ )
neozoico (επίθ.)
nepa (θηλ.ουσ)
Nepal (ουσ αρσ )
nepalese (ουσ αρσ και θηλ.)
nepalese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---