Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lavamàcchine (ουσ αρσ και θηλ.) lavoracchiàre (ρ.αμτβ.)
lavamàno (ουσ αρσ ) lavoràccio (ουσ αρσ )
lavànda (θηλ.ουσ) lavorànte (ουσ αρσ )
lavandàia (θηλ.ουσ) lavorànte (θηλ.ουσ)
lavandàio (ουσ αρσ ) lavoràre (ρ.αμτβ.)
lavanderìa (θηλ.ουσ) lavoràta (θηλ.ουσ)
lavandìno (ουσ αρσ ) lavoratìvo (επίθ.)
lavapiàtti (ουσ αρσ ) lavoràto (ουσ αρσ )
lavapiàtti (θηλ.ουσ) lavoràto (επίθ.)
lavàre (ρ. μτβ.) lavoratóre (ουσ αρσ )
lavarsi (ρ.μ. (αντων.)) lavoratóre (επίθ.)
lavarèllo (ουσ αρσ ) lavorazióne (θηλ.ουσ)
lavasécco (ουσ αρσ ) lavoricchiàre (ρ.αμτβ.)
lavastovìglie (θηλ.ουσ) lavorìo (ουσ αρσ )
lavàta (θηλ.ουσ) lavóro (ουσ αρσ )
lavatìvo (ουσ αρσ ) laziàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lavatóio (ουσ αρσ ) làzio (επίθ.)
lavatóre (αρσ. επίθ και ουσ) lazo (ουσ αρσ )
lavatrìce (θηλ.ουσ) lazzarétto (ουσ αρσ )
lavatùra (θηλ.ουσ) làzzaro (ουσ αρσ )
lavèllo (ουσ αρσ ) lazzaronàta (θηλ.ουσ)
làvico (επίθ.) lazzaróne (ουσ αρσ )
lavìna (θηλ.ουσ) lazzeruòla (θηλ.ουσ)
lavoràbile (επίθ.) lazzeruòlo (ουσ αρσ )
lavorabilità (θηλ.ουσ) làzzo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: