Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lavoratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lavoraˈtivo]

εργάσιμος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lavorata lavorato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giorno [αρσ.] lavorativo = η εργάσιμη ημέρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lavoraccio (ουσ αρσ )
lavorante (ουσ αρσ )
lavorante (θηλ.ουσ)
lavorare (ρ.αμτβ.)
lavorata (θηλ.ουσ)
lavorativo (επίθ.)
lavorato (ουσ αρσ )
lavorato (επίθ.)
lavoratore (ουσ αρσ )
lavoratore (επίθ.)
lavorazione (θηλ.ουσ)
lavoricchiare (ρ.αμτβ.)
lavorio (ουσ αρσ )
lavoro (ουσ αρσ )
laziale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lazio (επίθ.)
lazo (ουσ αρσ )
lazzaretto (ουσ αρσ )
lazzaro (ουσ αρσ )
lazzaronata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---