Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlavoratìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [lavoraˈtivo] εργάσιμος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgiorno [αρσ.] lavorativo = η εργάσιμη ημέρα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |