Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlazzarétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [laddzaˈretto] 1 καραντίνα 2 λοιμοκαθαρτήριο 3 νοσοκομείο μολυσματικών ασθενειών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |