Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lazo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈladdzo]

λάσο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lazio lazzaretto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lavoricchiare (ρ.αμτβ.)
lavorio (ουσ αρσ )
lavoro (ουσ αρσ )
laziale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lazio (επίθ.)
lazo (ουσ αρσ )
lazzaretto (ουσ αρσ )
lazzaro (ουσ αρσ )
lazzaronata (θηλ.ουσ)
lazzarone (ουσ αρσ )
lazzeruola (θηλ.ουσ)
lazzeruolo (ουσ αρσ )
lazzo (ουσ αρσ )
le (οριστ. άρθ.)
le (προσωπ. αντων.)
leader (ουσ αρσ και θηλ.)
leale (επίθ.)
lealismo (ουσ αρσ )
lealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lealmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---