lavóro
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [laˈvoro]
1 η δουλειά, η εργασία
2 (occupazione) η απασχόληση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [laˈvoro]
1 η δουλειά, η εργασία
2 (occupazione) η απασχόληση
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
è dedito al lavoro = την πονάει την δουλειά || lavori [αρσ. πλυθ.] di casa = τα οικιακά || lavori [αρσ. πλυθ.] pubblici = τα δημόσια έργα || lavoro [αρσ.] nero = η παράνομη εργασία || permesso [αρσ.] di lavoro = η άδεια εργασίας
lavoro (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android