Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlavoratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lavoraˈtore] ο εργαζόμενος (-η, -ο) lavoratóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [lavoraˈtore] 1 εργαζόμενος 2 εργατικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfesta [θηλ.] dei lavoratori = η Εργατική Πρωτομαγιά || lavoratore [αρσ.] autonomo = ο ελεύθερος επαγγελματίας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |