Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lavoràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lavoˈrato]

1 επεξεργασμένο προὶόν
2 τελειωμένο έργο
3 έτοιμο προὶόν

lavoràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lavoˈrato]

1 δουλεμένος
2 πολυδουλεμένος
3 κατεργασμένος
4 επεξεργασμένος
5 σφυρήλατος
6 σφυρηλατημένος
7 περίτεχνος
8 ολοκληρωμένος
9 καλοδουλεμένος
10 τελειωμένος
11 οργωμένος
12 καλλιεργημένος
13 τορνευτός
14 φτιαγμένος με ακρίβεια
15 λαξευτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lavorativo lavoratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lavorante (ουσ αρσ )
lavorante (θηλ.ουσ)
lavorare (ρ.αμτβ.)
lavorata (θηλ.ουσ)
lavorativo (επίθ.)
lavorato (ουσ αρσ )
lavorato (επίθ.)
lavoratore (ουσ αρσ )
lavoratore (επίθ.)
lavorazione (θηλ.ουσ)
lavoricchiare (ρ.αμτβ.)
lavorio (ουσ αρσ )
lavoro (ουσ αρσ )
laziale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lazio (επίθ.)
lazo (ουσ αρσ )
lazzaretto (ουσ αρσ )
lazzaro (ουσ αρσ )
lazzaronata (θηλ.ουσ)
lazzarone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---