Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlavandàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lavanˈdajo] 1 εργαζόμενος σε πλυντήριο 2 πλύντης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |