Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlavatìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lavaˈtivo] 1 κοπανατζής 2 λουφατζής 3 λουφαδόρος 4 κλύσμα 5 υποκλυσμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |