Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lavatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [lavaˈtore]

1 κάποιος που τρίβει
2 πλύντης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lavatoio lavatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lavasecco (ουσ αρσ )
lavastoviglie (θηλ.ουσ)
lavata (θηλ.ουσ)
lavativo (ουσ αρσ )
lavatoio (ουσ αρσ )
lavatore (αρσ. επίθ και ουσ)
lavatrice (θηλ.ουσ)
lavatura (θηλ.ουσ)
lavello (ουσ αρσ )
lavico (επίθ.)
lavina (θηλ.ουσ)
lavorabile (επίθ.)
lavorabilità (θηλ.ουσ)
lavoracchiare (ρ.αμτβ.)
lavoraccio (ουσ αρσ )
lavorante (ουσ αρσ )
lavorante (θηλ.ουσ)
lavorare (ρ.αμτβ.)
lavorata (θηλ.ουσ)
lavorativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---