ItalianoGreco


lavatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lavaˈtriʧe]

το (ηλεκτρικό) πλυντήριο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lavatrice [θηλ.] = το ηλεκρικό πλυντήριο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---