ItalianoGreco


lavapiàtti  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,lavaˈpjatti]

1 λαντζιέρης
2 πλυντήριο μαγειρείου
3 πλυντήριο πιάτων
4 βοηθός μαγειρείου
5 πλύντης πιάτων

lavapiàtti  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,lavaˈpjatti]

λαντζιέρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---