Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlavandàia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [lavanˈdaja] 1 επιθετική γυναίκα 2 βάναυση γυναίκα 3 πλύστρα 4 εργαζόμενη σε πλυντήριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |