Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlavàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [laˈvadʤo] το πλύσιμο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlavaggio [αρσ.] a secco = το στεγνό καθάρισμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |