Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lavàcro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [laˈvakro]

λουτρό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lavacristallo lavadita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lavabile (επίθ.)
lavabilità (θηλ.ουσ)
lavabo (ουσ αρσ )
lavabottiglie (ουσ αρσ και θηλ.)
lavacristallo (ουσ αρσ )
lavacro (ουσ αρσ )
lavadita (ουσ αρσ )
lavaggio (ουσ αρσ )
lavagna (θηλ.ουσ)
lavamacchine (ουσ αρσ και θηλ.)
lavamano (ουσ αρσ )
lavanda (θηλ.ουσ)
lavandaia (θηλ.ουσ)
lavandaio (ουσ αρσ )
lavanderia (θηλ.ουσ)
lavandino (ουσ αρσ )
lavapiatti (ουσ αρσ )
lavapiatti (θηλ.ουσ)
lavare (ρ. μτβ.)
lavarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---