Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ignudaménte (επίρ.) ileologìa (θηλ.ουσ)
ignùdo (επίθ.) ilìaco (επίθ.)
igròfilo (επίθ.) ilìade (θηλ.ουσ)
igròfita (θηλ.ουσ) illacrimàto (επίθ.)
igrògrafo (ουσ αρσ ) illaidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
igrometrìa (θηλ.ουσ) illanguidiménto (ουσ αρσ )
igromètrico (επίθ.) illanguidìre (ρ.αμτβ.)
igròmetro (ουσ αρσ ) illanguidìre (ρ. μτβ.)
igroscopìa (θηλ.ουσ) illanguidirsi (ρ.μ. (αντων.))
igroscopicità (θηλ.ουσ) illatìvo (επίθ.)
igroscòpico (επίθ.) illazióne (θηλ.ουσ)
igroscòpio (ουσ αρσ ) illecebra (θηλ.ουσ)
igròstato (ουσ αρσ ) illecitaménte (επίρ.)
igrotropismo (ουσ αρσ ) illécito (ουσ αρσ )
iguàna (θηλ.ουσ) illécito (επίθ.)
iguanodónte (ουσ αρσ ) illegàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ih (επιφ.) illegalità (θηλ.ουσ)
ikebana (ουσ αρσ ) illegalménte (επίρ.)
il (οριστ. άρθ.) illeggiadrìre (ρ.αμτβ.)
ìla (θηλ.ουσ) illeggiadrìre (ρ. μτβ.)
ìlare (επίθ.) illeggiadrirsi (ρ.μ. (αντων.))
ilarità (θηλ.ουσ) illeggìbile (επίθ.)
ileìte (θηλ.ουσ) illegittimità (θηλ.ουσ)
ìleo (ουσ αρσ ) illegìttimo (ουσ αρσ )
ileocecàle (επίθ.) illegìttimo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: