Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


igròfita  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iˈgrɔfita]

υγρόφυτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  igrofilo igrografo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ignoto (ουσ αρσ )
ignoto (επίθ.)
ignudamente (επίρ.)
ignudo (επίθ.)
igrofilo (επίθ.)
igrofita (θηλ.ουσ)
igrografo (ουσ αρσ )
igrometria (θηλ.ουσ)
igrometrico (επίθ.)
igrometro (ουσ αρσ )
igroscopia (θηλ.ουσ)
igroscopicità (θηλ.ουσ)
igroscopico (επίθ.)
igroscopio (ουσ αρσ )
igrostato (ουσ αρσ )
igrotropismo (ουσ αρσ )
iguana (θηλ.ουσ)
iguanodonte (ουσ αρσ )
ih (επιφ.)
ikebana (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---