Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόignòto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [iɲˈɲɔto] 1 άγνωστος άνθρωπος 2 το άγνωστο ignòto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [iɲˈɲɔto] ο άγνωστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |