ignorantóne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [iɲɲoranˈtone]
1 πολύ αδαής άνθρωπος
2 στούρνος
3 πολύ άσχετος άνθρωπος
4 τελείως άσχετος άνθρωπος
5 αμόρφωτος άνθρωπος
6 άνθρωπος με ελάχιστη γνώση των πραγμάτων
7 ξύλο απελέκητο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [iɲɲoranˈtone]
1 πολύ αδαής άνθρωπος
2 στούρνος
3 πολύ άσχετος άνθρωπος
4 τελείως άσχετος άνθρωπος
5 αμόρφωτος άνθρωπος
6 άνθρωπος με ελάχιστη γνώση των πραγμάτων
7 ξύλο απελέκητο
permalink
ignorantone (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android