Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ignoràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [iɲɲoˈrato]

1 παραμελημένος
2 άγνωστος
3 αγνοούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ignorare ignotamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ignorantello (ουσ αρσ )
ignorantemente (επίρ.)
ignorantone (ουσ αρσ )
ignoranza (θηλ.ουσ)
ignorare (ρ. μτβ.)
ignorato (επίθ.)
ignotamente (επίρ.)
ignoto (ουσ αρσ )
ignoto (επίθ.)
ignudamente (επίρ.)
ignudo (επίθ.)
igrofilo (επίθ.)
igrofita (θηλ.ουσ)
igrografo (ουσ αρσ )
igrometria (θηλ.ουσ)
igrometrico (επίθ.)
igrometro (ουσ αρσ )
igroscopia (θηλ.ουσ)
igroscopicità (θηλ.ουσ)
igroscopico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---