Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόignorantèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [iɲɲoranˈtɛllo] 1 ασχετούτσικος 2 αμαθής 3 ημιμαθής 4 αδαής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |