ItalianoGreco


ignorantàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iɲɲoranˈtadʤine]

1 ασχετοσύνη
2 αμάθεια
3 αδαημοσύνη
4 άγνοια
5 μεγάλη ασχετοσύνη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---