Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ignobiltà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iɲɲobilˈta]

1 ποταπότητα
2 χαμέρπεια
3 ευτέλεια χαρακτήρα
4 ταπεινή καταγωγή
5 χυδαιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ignobilmente ignominia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ignivomo (επίθ.)
ignizione (θηλ.ουσ)
ignobile (επίθ.)
ignobilitare (ρ. μτβ.)
ignobilmente (επίρ.)
ignobiltà (θηλ.ουσ)
ignominia (θηλ.ουσ)
ignominioso (επίθ.)
ignorantaggine (θηλ.ουσ)
ignorante (ουσ αρσ και θηλ.)
ignorante (επίθ.)
ignorantello (ουσ αρσ )
ignorantemente (επίρ.)
ignorantone (ουσ αρσ )
ignoranza (θηλ.ουσ)
ignorare (ρ. μτβ.)
ignorato (επίθ.)
ignotamente (επίρ.)
ignoto (ουσ αρσ )
ignoto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---