Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόigroscopicità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [igroskopiʧiˈta] 1 υγροσκοπικότητα 2 υγροσκοπική ιδιότητα των σωμάτων (ικανότητα απορρόφησης υγρασίας) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |