Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόilarità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ilariˈta] 1 φαιδρότητα 2 κέφι 3 θυμηδία 4 ιλαρότητα 5 ευθυμία 6 χαρά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |