Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìlare  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈilare]

1 χαρωπός
2 χαρούμενος
3 φαιδρός
4 εύθυμος
5 ιλαρός
6 ευτράπελος
7 γελαστός
8 πρόσχαρος
9 αλέγρος
10 κεφάτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ila ilarità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iguanodonte (ουσ αρσ )
ih (επιφ.)
ikebana (ουσ αρσ )
il (οριστ. άρθ.)
ila (θηλ.ουσ)
ilare (επίθ.)
ilarità (θηλ.ουσ)
ileite (θηλ.ουσ)
ileo (ουσ αρσ )
ileocecale (επίθ.)
ileologia (θηλ.ουσ)
iliaco (επίθ.)
iliade (θηλ.ουσ)
illacrimato (επίθ.)
illaidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
illanguidimento (ουσ αρσ )
illanguidire (ρ.αμτβ.)
illanguidire (ρ. μτβ.)
illanguidirsi (ρ.μ. (αντων.))
illativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---