Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iguanodónte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [igwanoˈdonte]

γιγάντιο απολίθωμα ερπετού της τάξης των ορνιθοπόδων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iguana ih  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

igroscopico (επίθ.)
igroscopio (ουσ αρσ )
igrostato (ουσ αρσ )
igrotropismo (ουσ αρσ )
iguana (θηλ.ουσ)
iguanodonte (ουσ αρσ )
ih (επιφ.)
ikebana (ουσ αρσ )
il (οριστ. άρθ.)
ila (θηλ.ουσ)
ilare (επίθ.)
ilarità (θηλ.ουσ)
ileite (θηλ.ουσ)
ileo (ουσ αρσ )
ileocecale (επίθ.)
ileologia (θηλ.ουσ)
iliaco (επίθ.)
iliade (θηλ.ουσ)
illacrimato (επίθ.)
illaidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---